- πυροβόληση
- η, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η βολή με πυροβόλο όπλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον πληθ. πυροβολήσεις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυροβόληση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του πυροβολώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπυροβόληση — η, Ν συμπυροβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβόληση. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυροβόλησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek